αυτοκίνητος
From LSJ
κύματα θαρσαλέως ποντοπόρει βιότου → the waves of life make bold furrows, travel boldly over the waves of life
Greek Monolingual
-η, -ο (AM αὐτοκίνητος, -ον)
αυτός που κινείται αυτόματα, από μόνος του
μσν.
1. (για περιουσία) ακίνητη
2. το ουδ. ως ουσ. ζώο.