αυτοπάτωρ

From LSJ

τὸ πολὺ τοῦ βίου ἐν δικαστηρίοις φεύγων τε καὶ διώκων κατατρίβομαι → waste the greater part of one's life in courts either as plaintiff or defendant

Source

Greek Monolingual

αὐτοπάτωρ (-ορος), ο, η (Α)
πατέρας του εαυτού του, αυτός που έγινε από μόνος του.