αυτόκομος

From LSJ

ἀλλὰ τί ἦ μοι ταῦτα περὶ δρῦν ἢ περὶ πέτρην → why all this about trees and rocks, why all these things we have nothing to do with

Source

Greek Monolingual

αὐτόκομος, -ον (Α) κόμη
(για δέντρα) μαζί με την κόμη, το φύλλωμα.