αυτόνους

From LSJ

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4

Greek Monolingual

αὐτόνους, -ουν και αὐτόνοος, -ον (AM)
μσν.
(για τα πλοία των Φαιάκων) ο νοήμων, αυτός που μπορεί να ταξιδέψει χωρίς κυβερνήτη (Ευστάθ.)
αρχ.
ισχυρογνώμονας, επίμονος.
αὐτόνους, ο (AM)
ο ίδιος ο νους, ο νους καθ' εαυτόν.