αυτόρριζος

From LSJ

εὖ γ᾽ εὖ γε ποιήσαντες ὦ Διοσκόρω → well done, well done, you twin Dioscuri!

Source

Greek Monolingual

αὐτόρριζος, -ον
1. από τη ρίζα, μαζί με τις ρίζες
2. αυτός που έχει δικές του ρίζες, δικά του θεμέλια ή προέλευση.