εὖ γ᾽ εὖ γε ποιήσαντες ὦ Διοσκόρω → well done, well done, you twin Dioscuri!
αὐτόρριζος, -ον1. από τη ρίζα, μαζί με τις ρίζες2. αυτός που έχει δικές του ρίζες, δικά του θεμέλια ή προέλευση.