αφέστιος

From LSJ

Νόμιζε γήμας δοῦλος εἶναι διὰ βίου → Uxore ducta vivere ut servus para → Nimm eine Frau und sei ihr Knecht ein Leben lang

Menander, Monostichoi, 382

Greek Monolingual

ἀφέστιος, -ον (Α)
αυτός που βρίσκεται μακριά από την εστία, την πατρίδα του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απο- + -εστιος < εστία].