αφέστιος

From LSJ

ἀλωπεκίζω πρὸς ἑτέραν ἀλώπεκα → Greek meets Greek | with the fox, be a fox

Source

Greek Monolingual

ἀφέστιος, -ον (Α)
αυτός που βρίσκεται μακριά από την εστία, την πατρίδα του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απο- + -εστιος < εστία].