αφρογένεια

From LSJ

Βίον καλὸν ζῇς, ἂν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Uxorem si non duxis, vives commodeGut ist dein Leben, wenn du keine Frau ernährst

Menander, Monostichoi, 78

Greek Monolingual

ἀφρογένεια, η (Α)
1. γεννημένη μέσα απ' τον αφρό της θάλασσας (επων. της Αφροδίτης)
2. ο πλανήτης Αφροδίτη.