αφρόκρεμα

From LSJ

Θεράπευε τὸν δυνάμενον, ἄνπερ νοῦν ἔχῃς (αἰεί σ' ὠφελεῖν) → Si mens est tibi, coles potentes qui sient → Dem Mächtigen sei zu Willen, bist du bei Verstand (Sei immer dem zu Willen, der dir nützen kann)

Menander, Monostichoi, 244

Greek Monolingual

η
1. η αφρώδης κρέμα των γλυκισμάτων από ζάχαρη και αβγά
2. καλλυντική αλοιφή προσώπου
3. η εκλεκτότερη ποιότητα κάποιου πράγματος
4. η αριστοκρατική τάξη μιας κοινωνίας.