κρέμα
From LSJ
Greek Monolingual
η
1. κιτρινωπό προϊόν που λαμβάνεται κατά την αποκορύφωση του γάλακτος, η κορυφή
2. γλύκισμα από αβγά, γάλα, άμυλο και ζάχαρη
3. χημικό παρασκεύασμα που χρησιμοποιείται ως καλλυντικό
4. φρ. «κρέμα ξυρίσματος» — κρέμα που παρασκευάζεται συνήθως από σαπούνι και μη λιπαρό οξύ και η οποία σχηματίζει αφρό και μαλακώνει τα γένια πριν από το ξύρισμα
5. το ανώτατο στρώμα από άποψη κοινωνική ή αξιολογική.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. crema < αρχ. γαλλ. chreme < λατ. chrisma < ελλ. χρῖσμα.
ΣΥΝΘ. ανθόκρεμα, αφρόκρεμα, οδοντόκρεμα].