αφύω

From LSJ

Ἡ γλῶσσ' ἁμαρτάνουσα τἀληθῆ λέγει → Inesse linquae veritas lapsae solet → Die Zunge, wenn sie in die Irre geht, spricht wahr

Menander, Monostichoi, 228

Greek Monolingual

ἀφύω (Α)
γίνομαι λευκός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < αφυώδης, με υποχωρητικό σχηματισμό].