αχίτων

From LSJ

ἀλλ' ἐσθ' ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρός κακῶν → but death is the ultimate healer of ills

Source

Greek Monolingual

ἀχίτων (-ωνος), -ον (AM)
αυτός που δεν έχει ή δεν φορεί χιτώνα.