ἀχίτων
Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχει → Felix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt
English (LSJ)
[ῐ], ον, gen. ωνος, without tunic, i.e. wearing the ἱμάτιον only, of Socrates, X.Mem.1.6.2; of Agesilaus, Ael.VH7.13, Plu.2.210b, cf. 276c; of Cleanthes the Stoic, D.L.7.169; of Gelon, ἀ. ἐν ἱματίῳ D.S.11.26.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [-ῐ-]
• Morfología: [gen. -ωνος]
que no lleva túnica de las muchachas laconias τὰς κόρας ... ἀχειριδώτως καὶ ἀχίτωνας Dialex.2.9, de las atenienses que las imitaban τὰς ἀχίτωνας δωριάζειν Duris 24, cf. Orus Eth.21, de una mujer en el momento del parto (κούρη) ἀχίτων ... στρωφᾶται πάντῃ κατὰ δώματα Opp.C.1.497, Νύμφη πηγαίη ἀ. Nonn.D.43.33
•de hombres como signo de despreocupación, pobreza o baja condición: de Sócrates ἀνυπόδετός τε καὶ ἀ. X.Mem.1.6.2, de Agesilao anciano ἀ. ... τὸν τρίβωνα περιβαλόμενος Ael.VH 7.13, cf. Plu.2.210b, de Cleantes, D.L.7.169, cf. D.S.11.26.5, por ello objeto de burla ἀχίτωνα ἐν ἱματίῳ D.Chr.72.2, cf. Man.4.284, de un labrador en su campo ἀ. ... περιζωμάτιον ἔχων D.H.10.17, de los candidatos, en Roma, al presentarse ante el pueblo como signo de incorruptos ἔθος ἦν ἐν ἱματίῳ τοῦτο ποιεῖν ἀχίτωνας Plu.2.276c, cf. Cor.14.
German (Pape)
[Seite 418] ωνος, Xen. Mem. 1, 6, 2; Plut. Coriol. 14; bes. von den Cynikern, die im bloßen Mantel gehen.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ωνος;
sans tunique, càd qui ne porte que l' ἱμάτιον.
Étymologie: ἀ, χιτών.
Russian (Dvoretsky)
ἀχίτων: gen. ονος (ῐ) не носящий хитона, т. е. одетый в один лишь ἱμάτιον Xen., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἀχίτων: [ῐ], -ον, γεν. -ωνος, ὁ ἄνευ χιτῶνος, δηλ. φορῶν μόνον τὸ ἱμάτιον, περὶ τοῦ Σωκράτους, Ξεν. Ἀπομν. 1. 6, 2· οὕτω καὶ περὶ τοῦ Ἀγησιλάου, Αἰλ. Π. Ἱστ. 7. 13, Πλούτ. 2. 21. 210Β. πρβλ. 276G· περὶ Κλεάνθους τοῦ κυνικοῦ, Διογ. Λ. 7. 169· περὶ τοῦ Γέλωνος, ἀχ. ἐν ἱματίῳ Διόδ. 11. 26.
Greek Monolingual
ἀχίτων (-ωνος), -ον (AM)
αυτός που δεν έχει ή δεν φορεί χιτώνα.
Greek Monotonic
ἀχίτων: [ῐ], -ον, γεν. -ωνος, αυτός που δεν φορά χιτώνα, δηλ. φορά μόνο το ἱμάτιον, λέγεται για τον Σωκράτη, σε Ξεν.
Middle Liddell
without tunic, i. e. wearing the ἱμάτιον only, of Socrates, Xen.