αχαρακτήριστος
From LSJ
μὴ περιρέμβου ζητοῦσα θεόν → do not roam about looking for god
Greek Monolingual
και -χτήριστος, -η, -ο (AM ἀχαρακτήριστος, -ον)
αυτός που δεν έχει σαφή χαρακτηριστικά
νεοελλ.
1. όποιος δεν έχει ή δεν είναι δυνατόν να χαρακτηριστεί, να του αποδοθούν σαφή χαρακτηριστικά
2. ακατονόμαστος, απρεπής, ελεεινός
3. αυτός στον οποίο δεν έχουν αποδώσει ειδικό χαρακτηρισμό οι αρχές ασφάλειας (σχετικά με πολιτικές, ιδεολογικές, κοινωνικές κ.ά. πεποιθήσεις).