αχλάδα

From LSJ

ἄλλος Ἡρακλῆς, ἄλλος αὐτός → close friendship, close friend, another Hercules—another self, another Heracles—another self

Source

Greek Monolingual

η
1. μεγάλο αχλάδι
2. ο καρπός της άγριας ή της ήμερης αχλαδιάς
3. η αχλαδιά
4. ανόητος, κουτός άνθρωπος
5. φρ. α) «είναι σαν την αχλάδα» — είναι πολύ παχύς
β) «ξάπλωσε σαν την αχλάδα» (για την τεμπέλα γυναίκα)
γ) «πίσω έχει η αχλάδα την ουρά» — οι δυσκολίες δεν φαίνονται στην αρχή αλλά στο τέλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτγν. αχλάς < αρχ. αχράς «ο καρπός της άγριας αχλαδιάς ή η αγριαχλαδιά»].