αχυροτόμος

From LSJ

εἰρήνη ἡ ὑπερέχουσα πάντα νοῦνpeace that surpasses all understanding

Source

Greek Monolingual

-ο
(για μηχανήματα) αυτός που κόβει το άχυρο σε λεπτά κομμάτια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άχυρο + -τόμος < τέμνω.