αχυροτόμος

From LSJ

οὐετρανοὶ οἱ χωρὶς χαλκῶν → veterans who have not received bronze copies of the privileges granted on discharge

Source

Greek Monolingual

-ο
(για μηχανήματα) αυτός που κόβει το άχυρο σε λεπτά κομμάτια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άχυρο + -τόμος < τέμνω.