αψιθυμία

From LSJ

Ἐπηγγείλατο εἰς ἐπανόρθωσιν τῆς πόλεως διὰ τὸ εἶναι ευσεβεστάτη καὶ κηδεμονικὴ. → She pledged herself to the reconstruction of the city because of her being most pious and dutiful.

Source

Greek Monolingual

η
1. το να είναι κανείς οξύθυμος, ευερέθιστος
2. έντονο συναίσθημα, σφοδρή ψυχική συγκίνηση και ταραχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αψίθυμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Ηρακλή Μητσόπουλο].