αἰθεροπορέω
From LSJ
σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women
Spanish (DGE)
desplazarse por el éter, volar metáf. λαβόντες ... πτέρυγας ὡσεὶ περιστερᾶς αἰθεροποροῦσιν Ath.Al.Res.Bapt.9.
σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women
desplazarse por el éter, volar metáf. λαβόντες ... πτέρυγας ὡσεὶ περιστερᾶς αἰθεροποροῦσιν Ath.Al.Res.Bapt.9.