αἱμώνιος
From LSJ
ὁ γὰρ μανθάνων κιθαρίζειν κιθαρίζων μανθάνει κιθαρίζειν → he who is learning the harp, learns the harp by harping
English (LSJ)
αἱμώνιον, blood-red, σῦκα Ath.3.76b.
Spanish (DGE)
-ον
rojo sangre σῦκα ... ἅπερ διὰ τὸ ἐρυθρῶδες καὶ τῆς προσηγορίας ταύτης ἔτυχεν Ath.76b.
Greek (Liddell-Scott)
αἱμώνιος: -ον, ἐρυθρὸς ὡς τὸ αἷμα, σῦκα, Ἀθήν. 76Β.