αἴπερ

From LSJ

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source

French (Bailly abrégé)

dor. c. εἴπερ.

Russian (Dvoretsky)

αἴπερ: дор. Theocr. = εἴπερ.

Greek (Liddell-Scott)

αἴπερ: Δωρ. ἀντὶ εἴπερ, Θεόκρ.

Greek Monotonic

αἴπερ: Δωρ. αντί εἴπερ, σε Θεόκρ.