αὐτοΰπαρκτος
From LSJ
Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau
English (LSJ)
αὐτοΰπαρκτον, = αὐθύπαρκτος, Hsch.
Spanish (DGE)
-ον consustancial Hsch.s.u. αὐθύπαρκτον.