αὔριος
From LSJ
Τὰ μικρὰ κέρδη ζημίας μεγάλας (μείζονας βλάβας) φέρει → Minora noxas lucra maiores ferunt → Die kleinen Ränke tragen große Strafe ein
German (Pape)
[Seite 395] ον (ἄω), morgendlich, χρόνος Eur. Hipp. 1118; sp. Prosa.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
du lendemain.
Étymologie: αὔριον.
Russian (Dvoretsky)
αὔριος: завтрашний (ὁ αὔ. χρόνος Eur.).