French (Bailly abrégé)
part. ao.2 de βαίνω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βάς βᾶσα βάν ptc. stamaor. van βαίνω.
Russian (Dvoretsky)
βάς: (ᾱ), βᾶσα, βάν part. aor. 2 к βαίνω.
Greek (Liddell-Scott)
βάς: βᾶσα, βάν, ἴδε ἐν λ. βαίνω.
Greek Monotonic
βάς: βᾶσα, βάν, μτχ. αορ. βʹ του βαίνω.