βαθμιαίος

From LSJ

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source

Greek Monolingual

-α, -ο
αυτός που γίνεται σταδιακά, σιγά σιγά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ουσ. βαθμός. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Ελληνογαλλικό Λεξικό του Άγγελου Βλάχου ως απόδοση του γαλλ. graduel].