βακχώ

From LSJ

γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → women know nothing except from what they want

Source

Greek Monolingual

βακχῶ (-άω) (Α) Βάκχος
κατέχομαι από διονυσιακή μανία.