βαρύγνωμος

From LSJ

πρὸς ἀλέξησιν τραπομένους → preparing to defend themselves

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
1. βαρύθυμος, αγανακτισμένος
2. ισχυρογνώμονας, πεισματάρης
3. αυτός που αργεί να κατανοήσει κάτι
4. το ουδ. ως ουσ. το βαρύγνωμο
το παράπονο.