βασκάνως

From LSJ

τοιοῦτος πλανίων ἄβιος βίος → that sort of wandering is no life for a life

Source

Spanish

envidiosamente, maldicientemente, maliciosamente, por envidia

Translations

maliciously

Armenian: նենգաբար; Catalan: maliciosament; Esperanto: malice; Finnish: pahansuovasti, pahantahtoisesti; French: malicieusement; Galician: maliciosamente; Greek: με κακία, με δόλο, χαιρέκακα; Ancient Greek: βασκάνως, δυστρόπως, κακοήθως, κακομηχάνως, κακοτρόπως, κεκακουργημένως, πανούργως, παραβλήδην; Portuguese: maliciosamente, malevolamente; Spanish: maliciosamente