βασταγμός
From LSJ
θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
1 cargamento παρεῖλον ἀπὸ βασταγμοῦ τὸν ὦμον αὐτοῦ Sm.Ps.80.7.
2 suspensión en dat. a cuestas o en brazos ὃν βασταγμῷ ἦγον Rom.Mel.60.εʹ.3, cf. Io.Mal.Chron.11.276.21.
Greek Monolingual
και βασταμός, ο βαστάζω
1. το να μπορεί κανείς να ανεχθεί ή να υποφέρει κάτι
2. αντοχή, ισχύς
3. συγκράτημα, περιορισμός.