βατία

From LSJ

Βίον καλὸν ζῇς, ἂν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Uxorem si non duxis, vives commodeGut ist dein Leben, wenn du keine Frau ernährst

Menander, Monostichoi, 78

German (Pape)

[Seite 439] ἡ, Dornstrauch, Pind. Ol. 6, 54.

Greek (Liddell-Scott)

βατία: ἡ, =βάτος, θάμνος ἀκανθώδης, Πίνδ. Ο. 6.90.

Russian (Dvoretsky)

βᾰτία: ἡ Pind. = βάτος I.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
ict. raya Plin.HN 32.77, 145, Hsch.s.u. βατίδες.