βατραχειοῦς

From LSJ

Κυάμων απέχου, εμψύχων απέχου → Avoid broad-beans, avoid animals (Pythagorean injunctions)

Source

Greek (Liddell-Scott)

βατραχειοῦς: ὁ, ἔχων χρῶμα βατράχου, β. χιτωνίσκος, CIA 2. 759, 2, 17· - βατραχειοῦν, τό, δικαστήριον ἐν Ἀθήναις καλούμενον οὕτως ἐκ τοῦ χρώματος αὐτοῦ, (πρβλ. φοινικειοῦν) Παυσαν. 1. 28, 8. (θηλ., -ᾶ, οὐδ. –οῦν)