βαύνος
From LSJ
Ἡδύ γε δικαίους ἄνδρας εὐτυχεῖν ὁρᾶν → Gerechte Menschen glücklich sehen, das erfreut → Zu sehn, dass der Gerechte glücklich ist, erfreut
Greek Monolingual
βαύνος, βαῦνος και βαυνός, ο (Α)
1. κλίβανος, φούρνος
2. τρίπους, πυροστιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ. που εισάχθηκε στην Ελληνική με το αντικείμενο που δήλωνε και με την τεχνική που συνδέεται με αυτό. Η λ. μαρτυρείται στους μεταγενέστερους χρόνους, αλλά πιθ. να είναι αρχαιότερη, αν θεωρηθεί ότι αποτελεί το α' συνθετικό της λ. βάναυσος.