βεβαιότροπος

From LSJ

κατατρίβω τὸ τῆς ἀρετῆς ὄνομαhave the name of virtue always on one's tongue

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βεβαιότροπος Medium diacritics: βεβαιότροπος Low diacritics: βεβαιότροπος Capitals: ΒΕΒΑΙΟΤΡΟΠΟΣ
Transliteration A: bebaiótropos Transliteration B: bebaiotropos Transliteration C: vevaiotropos Beta Code: bebaio/tropos

English (LSJ)

βεβαιότροπον, firm, resolute, Dam.Isid.16.

Spanish (DGE)

-ον resuelto, firme Dam.Isid.16.

Greek (Liddell-Scott)

βεβαιότροπος: -ον, στερεός, ἀποφασιστικός, Δαμασκ. παρὰ Φωτ. σ. 336.