βεργίζω

From LSJ

τὸν καπνὸν φεύγων εἰς τὸ πῦρ ἐνέπεσεν → out of the frying pan into the fire, from the frying pan into the fire

Source

Greek Monolingual

1. χτυπώ με βέργα
2. κόβω τις ξερές βέργες του κλήματος
3. (και βεργίζομαι) λυγίζω σαν βέργα.