βέργα

From LSJ

ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου· ὁ ἀκολουθῶν μοι οὐ μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ ἀλλ' ἕξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς → I am the light of the world; he that followeth me shall not walk in darkness but shall have the light of life (John 8:12)

Source

Greek Monolingual

η (Μ βέργα)
1. κλαδί θάμνου ή δέντρου
2. ραβδί, μπαστούνι
3. δαχτυλίδι
4. το πέος
νεοελλ.
1. η κληματίδα που πρόκειται να φυτευτεί
2. φρ. «βέργα του τουφεκιού» — η λεπτή ράβδος με την οποία καθαρίζεται η κάννη του όπλου
3. ράβδος χρυσού, αργύρου κ.λπ.
4. ξύλινο στεφάνι βαρελιού ή απόχης
5. σκουλαρίκι με ένα ή περισσότερους κρίκους
6. βραχιόλι
7. ο σωρός του σταριού στο αλώνι μετά το λίχνισμα
8. τοίχος με πολεμίστρες ή τοίχος Φρουρίου
μσν.
σκήπτρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. verga < λατ. virga «ραβδί, κλωνάρι».
ΠΑΡ. μσν. βεργίν ή βεργίον
νεοελλ.
βεργιά, βεργίζω, βεργώνω.
ΣΥΝΘ. νεοελλ. βεργόλιγνος, βεργολυγερός, βεργολυγίζω, βεργοστέφανο].