βεργολυγερός

From LSJ

ἄμπελον κόπτοντες τὴν περὶ τὸ ἱερὸν ἐσέβαλλον καὶ λίθους — → cutting down the vines 'round the sanctuary, they threw in rocks as well

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό και βεργόλυγος, -η, -ο
(για πρόσωπα) λεπτός και λυγερός, ευλύγιστος σαν βέργα.