βηρύλλιος
From LSJ
Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum
English (LSJ)
A = ἀειζωον τὸ μέγα, Ps.-Dsc.4.88.
2 = ἀνεμώνη ἡ Φοινικῆ, Osthanes ap.eund.2.176; cf. Hsch. s.v. βήρυλλος.
Spanish (DGE)
-ου, ἡ
• Alolema(s): -λλιον LXX Ex.28.20, 36.20, Ez.29.13, D.S.2.52
I mineral. berilo LXX ll.cc., D.S.l.c., Gal.19.735.
II bot.
1 siempreviva mayor, Aeonium arboreum (L.) Webb et Berth., Ps.Dsc.4.88.
2 anémona de los jardines, Anemone hortensis L., Ostanes 21c.
Greek Monolingual
βηρύλλιος, -α, -ον (Μ)
1. κατασκευασμένος από βήρυλλο
2. το ουδ. ως ουσ. βηρύλλιον, το
η βήρυλλος.