βιάση

From LSJ

ὀψὲ θεῶν ἀλέουσι μύλοι, ἀλέουσι δὲ λεπτά → the millstones of the gods grind late, but they grind fine | the mills of God grind slowly, but they grind exceedingly small

Source

Greek Monolingual

η (Μ βίαση) βιάζομαι
βιασύνη, σπουδή («η βιάση ψήνει το ψωμί, μα δεν το καλοψήνει»).