βιβλιολάτρης

From LSJ

διὰ λαμπροτάτου βαίνοντες ἁβρῶς αἰθέρος → passing lightly through clear-shining air (Euripides, Medea 829)

Source

Greek Monolingual

ο (θηλ. -λάτρισσα, η)
αυτός που υπεραγαπά τα βιβλία.