βιτσιά

From LSJ

ἐξέστω Κλαζομενίοις ἀσχημονεῖν → let the Clazomenians be permitted to behave disgracefully (Aelian, Varia Historia 2.15)

Source

Greek Monolingual

η (Μ βιτσέα)
το χτύπημα με βίτσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το νεοελλ. βιτσιά < μσν. βιτσέα < βίτσα].