βλέψη

From LSJ

Σοφῷ παρ' ἀνδρὶ (Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς) πρῶτος εὑρέθη λόγος → Apud sapientem inventa est ratio primitus → Bei einem weisen Mann fand man zuerst Vernunft

Menander, Monostichoi, 487

Greek Monolingual

η (AM βλέψις) βλέπω
1. σκοπός στον οποίο αποβλέπει κάποιος υπολογισμός
2. η όραση, η ικανότητα του να βλέπει κανείς
3. η όψη.