βλέψη

From LSJ

μοχθεῖν τε βροτοῖσ(ιν) άνάγκη → and you mortals must endure trouble (Euripides' Hippolytus 208)

Source

Greek Monolingual

η (AM βλέψις) βλέπω
1. σκοπός στον οποίο αποβλέπει κάποιος υπολογισμός
2. η όραση, η ικανότητα του να βλέπει κανείς
3. η όψη.