βλαχόφωνος

From LSJ

Ἡ γλῶσσ' ἁμαρτάνουσα τἀληθῆ λέγει → Inesse linquae veritas lapsae solet → Die Zunge, wenn sie in die Irre geht, spricht wahr

Menander, Monostichoi, 228

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που μιλάει Βλάχικα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βλάχος + -φωνος < φωνή. Η λ. στον πληθ. («βλαχόφωνοι Έλληνες») μαρτυρείται από το 1879 στον Μ. Χ. Ιωάννου].