βλογιά

From LSJ

καὶ νῦν ἀτεχνῶς ἐθέλω παρέχειν ὅ τι βούλει σοι, πλὴν κωλακρέτου γάλα πίνειν → and now I want to provide you with absolutely anything you want, except paymaster's milk to drink

Source

Greek Monolingual

η
1. η ευλογία
2. (ευφημισμός) η λοιμώδης, εξανθηματική νόσος ευλογιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ευλογία «καλλιλογία, έπαινος, ευλογία». Η σημασία (2) οφείλεται σε ευφημισμό].