βου

From LSJ

Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticumWegzehrung für das Alter sorge stets dir vor

Menander, Monostichoi, 154

Greek Monolingual

(άκλιτη λέξη) ο β' φθόγγος στην κλίμακα της βυζαντινής μουσικής, αντίστοιχος προς τον σι της ευρωπαϊκής.

Greek Monotonic

βου: χρησιμ. συχνά ως συνθετικό για να εκφράσει κάτι μεγαλειώδες ή τερατώδες, π.χ. βούπαις, βουγάϊος (από το βοῦς, πρβλ. ἵππος).

Russian (Dvoretsky)

βου: βοῦς, ср. ἱππο- от ἵππος
1 приставка со знач. «бычачий», «коровий», «воловий»;
2 усилит. приставка со знач. «громадный», «огромный» (напр. βουλιμία).

Frisk Etymological English

Meaning: augmentative prefix
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: This value seems to have developed from have a ..like a β. See βοὺβρωστις, βουγάιε etc. Cf. DELG. See Richardson BICS 8 (1961) 15-22, Hermathena 96 (1962) 92.