μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling
βουκαῖος, ο (Α)1. βουκόλος2. αυτός που οργώνει το χωράφι με βόδια.[ΕΤΥΜΟΛ. < Βούκος (κύριο όνομα) < βουκόλος. Η λ. βουκαίος θα πρέπει να ήταν αρχικά ανθρωπωνύμιο].