βουνοβατώ

From LSJ

πᾶσα σοφία παρὰ Κυρίου καὶ μετ᾿ αὐτοῦ ἐστιν εἰς τὸν αἰῶνα → all wisdom comes from the Lord, she is with him for ever

Source

Greek Monolingual

βουνοβατῶ (-έω) (Α)
ανεβαίνω σε βουνό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βουνός + -βατώ < -βάτης < βαίνω].