ἐκτὸς τῆς ἡμετέρας ἐπόψεως → beyond our range of vision
(Μ βουρτσίζω και βυρτσίζω)1. καθαρίζω κάτι με βούρτσα2. γυαλίζω κάτι με βούρτσα.[ΕΤΥΜΟΛ. βουρτσίζω, το μσν. βυρτσίζω πιθ. < αρχ. βύρσα].