τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas
βουσφαγῶ (Α)σφάζω βόδι.[ΕΤΥΜΟΛ. < βους + -σφάγος < σφάζω.