βουσφαγώ

From LSJ

τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas

Source

Greek Monolingual

βουσφαγῶ (Α)
σφάζω βόδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βους + -σφάγος < σφάζω.