βούκα

From LSJ

φλαύραν δ' οὐ σπάνις γυναῖκ' ἔχειν → it is not difficult to have a bad wife

Source

Greek Monolingual

η (AM βούκα)
1. μπουκιά
2. μάγουλο
3. καταπακτή πλοίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. bucca «μάγουλο»].