βούφθαλμο

From LSJ

Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut

Menander, Monostichoi, 66

Greek Monolingual

το (Α βούφθαλμον)
ονομασία διαφόρων φυτών της οικογένειας των Σκιαδοφόρων, με κίτρινα άνθη.