βρέξη

From LSJ

Περὶ τῶν Ἱπποκράτους καὶ Πλάτωνος δογμάτων → On the Doctrines of Hippocrates and Plato

Source

Greek Monolingual

η (Α βρέξις) βρέχω
βρέξιμο, ύγρανση.