ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα σαρκί χρώμενον → a human is a spirit furnished with flesh
1. γκρεμίζω κάποιον από βράχο2. πιάνομαι σε βράχο, αγκιστρώνομαι3. βραχιάζω και βραχιάζομαι (γιαγίδια)ανεβαίνω σε βραχώδη μέρη απ' όπου δεν μπορώ να κατεβώ.[ΕΤΥΜΟΛ. < βράχια (πληθ. του βράχος)].