βραχιάζω

From LSJ

μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down, I no longer have the strength to hold up alone the weight of grief that pushes against me, I no longer have the strength to counterbalance alone the weight of grief that acts as counterweight, I have no longer strength to balance alone the counterpoising weight of sorrow

Source

Greek Monolingual

1. γκρεμίζω κάποιον από βράχο
2. πιάνομαι σε βράχο, αγκιστρώνομαι
3. βραχιάζω και βραχιάζομαι (γιαγίδια)
ανεβαίνω σε βραχώδη μέρη απ' όπου δεν μπορώ να κατεβώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βράχια (πληθ. του βράχος)].