βραχιάζω

From LSJ

ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα σαρκί χρώμενον → a human is a spirit furnished with flesh

Source

Greek Monolingual

1. γκρεμίζω κάποιον από βράχο
2. πιάνομαι σε βράχο, αγκιστρώνομαι
3. βραχιάζω και βραχιάζομαι (γιαγίδια)
ανεβαίνω σε βραχώδη μέρη απ' όπου δεν μπορώ να κατεβώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βράχια (πληθ. του βράχος)].